- ὀλολύγματα
- ὀλόλυγμαloud cryneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιαχώ — ἰαχῶ, έω (Α) 1. κραυγάζω, φωνάζω («ἰαχήσατε δ οὐρανῷ», Ευρ.) 2. θρηνώ, οδύρομαι, κλαίω για κάτι 3. αντηχώ, ακούγομαι δυνατά («ὀλολύγματα ἰαχεῑ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιάχω] … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek